Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ


Μου 'παν έλα να πάμε να δεις, 
Χριστός γεννήθηκε στην άκρη της γης. 
Κι εγώ γυρεύω απόψε στον ουρανό, 
τ' αστέρι ψάχνω να 'βρω το φωτεινό
ραμ παμ παμ παμ, ραμ παμ παμ παμ, 
να με πάει στο μικρό βασιλιά, πέρα μακριά. (2) 




Μες στη νύχτα παιδί μοναχό, 


τι δώρο να σου φέρω πού 'μαι φτωχό; 

Φέρνω το τύμπανο που μόνο κρατώ 
τα κάλαντα να παίξω για το Χριστό 
ραμ παμ παμ παμ, ραμ παμ παμ παμ. 
Το πιο ωραίο τραγούδι θα πω, για το Χριστό (2)


Μες στη νύχτα τα ζώα ξυπνούν 
κι απ' έξω ταπεινά βοσκοί προσκυνούν. 
Στης Παναγιάς κρυμμένο την αγκαλιά 
χρυσό στεφάνι, φως, φορεί στα μαλλιά 
ραμ παμ παμ παμ, ραμ παμ παμ παμ. 
Σα με βλέπει η καρδιά μου χτυπά και μου γελά. (2) 






ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ



Χιόνια στο καμπαναριό 
που Χριστούγεννα σημαίνει. 
Χιόνια στο καμπαναριό 
ξύπνησ' όλο το χωριό. 


Κι όλοι παν στην εκκλησιά 
το Χριστό να προσκυνήσουν. 
Κι όλοι παν στην εκκλησιά 
λάμπει απόψε η Παναγιά.



Τέτοια νύχτα ήταν παιδιά 
που γεννήθηκε ο Χριστός μας. 
Τέτοια νύχτα ήταν παιδιά 
κι είχαν χιόνια τα κλαδιά.


Επωδός
Ντιν-ντιν-νταν, ντιν-ντιν-νταν. 

Ντιν-ντιν-νταν, ντιν-ντιν-νταν,
ντιν-νταν



ΑΓΙΑ ΝΥΧΤΑ


Άγια νύχτα σε προσμένουν με χαρά οι Χριστιανοί 

και με πίστη ανυμνούνε, το Θεό δοξολογούνε, 
μ' ένα στόμα, μια φωνή. Ναι με μια φωνή.


Η ψυχή μας φτερουγίζει πέρα στ' άγια τα βουνά 

όπου ψάλλουν οι αγγέλοι απ' τα ουράνια θεία μέρη 
στο Σωτήρα "Ωσαννά!" ψάλλουν "Ωσαννά!"



Στης Βηθλεέμ ελάτε όλοι τα βουνά τα ιερά 
και μ' ευλάβεια μεγάλη 'κει που άγιο φως προβάλλει 
προσκυνήστε με χαρά ναι με μια χαρά. 


ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Καλήν ημέραν άρχοντες 
αν είναι ο ορισμός σας 
Χριστού τη θεία γέννηση 
να πω στ' αρχοντικό σας. 



Χριστός γεννάται σήμερον 
εν Βηθλεέμ τη πόλη 
οι ουρανοί αγάλλονται 
χαίρει η φύσις όλη. 



Εν τω σπηλαίω τίκτεται 
εν φάτνη των αλόγων 
ο Βασιλεύς των ουρανών 
και ποιητής των όλων. 



Σ΄αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε
πέτρες να μη ραγίσουν 

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού 
χίλια χρόνια να ζήσει.






TΟ ΑΣΧΗΜΟΠΑΠΟ (VIDEO)





Ο ΒΟΡΙΑΣ ΚΙ Ο ΗΛΙΟΣ (ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ)


Μια φορά, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
- Εγώ, έλεγε ο Ήλιος. 
- Όχι, εγώ, έλεγε ο Βοριάς. 
Κι είχαν τόσο πείσμα, ώστε κανένας τους δεν υποχωρούσε μπροστά στον άλλον. 
Έτσι όμως, δεν έβγαινε συμπέρασμα, ούτε θα 'βγαινε ποτέ, τόσο πεισματάρηδες που ήταν κι οι δυο τους. 
- Σου προτείνω ένα στοίχημα! είπε τέλος ο Βοριάς. 
- Τι στοίχημα; ρώτησε ο Ήλιος. 
- Να διαλέξουμε στην τύχη έναν άνθρωπο κι όποιος από τους δυο μας καταφέρει και τον γδύσει, εκείνος θα 'ναι ο δυνατότερος . 
- Το δέχομαι το στοίχημα! είπε ο Ήλιος. 
Σε λίγο, φάνηκε στον κάμπο ένας άνθρωπος, που πήγαινε ολομόναχος. 
Άρχισε τότε, ο Βοριάς, να φυσάει δυνατά. 
Ο διαβάτης έσκυψε το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του, πάνω στο στήθος, για να προφυλαχτεί από τον αέρα. 
Ο Βοριάς φύσηξε πιο δυνατά κι ο διαβάτης, κούμπωσε το ρούχο του κι επειδή ο Βοριάς δυνάμωνε το φύσημά του, ο καημένος ο άνθρωπος έβγαλε μια μάλλινη κουβέρτα, που την κουβαλούσε σ' ένα σακί, και τυλίχτηκε μ' αυτήν, για να μην ξεπαγιάσει. 
Όσο πιο δυνατά φυσούσε ο Βοριάς, τόσο πιο σφιχτά τυλιγότανε στην κουβέρτα του ο διαβάτης. 
Στο τέλος, ο Βοριάς βαρέθηκε κι έπαψε να φυσάει. Γύρισε στον Ήλιο και του είπε: 
- Η σειρά σου τώρα να δοκιμάσεις να τον γδύσεις. 
Ο Ήλιος πρόβαλε στον ουρανό, μόλις σταμάτησε να φυσάει ο Βοριάς, κι αμέσως ο διαβάτης έβγαλε από πάνω του την κουβέρτα και την έβαλε στο σακί. 
Δυνάμωσε τη λάμψη του ο 'Ηλιος κι ο διαβάτης ξεκούμπωσε το ρούχο του. 
Αλλά ο Ήλιος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ τη λάμψη του κι ο διαβάτης, που είχε αρχίσει να ιδρώνει, άρχισε να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του, ώσπου, στο τέλος απόμεινε ολόγυμνος και κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, μήπως δει κανένα δέντρο για να πάει να ξαπλώσει στον ίσκιο του. 
Επειδή όμως δεν έβρισκε δέντρο, έπεσε στο ποτάμι, που περνούσε εκεί κοντά κι έμεινε στο νερό, ώσπου ο Ήλιος, σιγά-σιγά, λιγόστεψε τη λάμψη του. 
- Εσύ είσαι ο δυνατότερος! παραδέχτηκε ο Βοριάς, αποχαιρετώντας τον Ήλιο.

ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ...



Κοιμήσου αγγελούδι μου, παιδί μου νάνι νάνι
Να μεγαλώσεις γρήγορα, σαν τ'αψηλό πλατάνι
Να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό
Και να 'σαι πάντα μεσ' το δρόμο τον καλό

Κοιμήσου αγγελούδι μου γλυκά με το τραγούδι μου

Κοιμήσου περιστέρι μου να γίνεις σαν ατσάλι
Να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού μεγάλη
Για να μην πεις μεσ' τη ζωή σου δεν μπορώ
κι αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις και σταυρό


Πρώτη εκτέλεση: Δέσποινα Μπεμπεδέλη

Η ΧΕΛΩΝΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ (Μύθοι του Αισώπου)


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού µια χελώνα, που είχε έναν µεγάλο καηµό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά.


- Τι κατάρα είναι αυτή! έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας. Σέρνω µέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι και είµαι καρφωµένη πάνω στη γη. Αχ, να 'µουνα κι εγώ ένα πουλάκι, να είχα φτερά και να πετούσα! Πώς ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσµο από ψηλά.

Μια µέρα δυο πάπιες άκουσαν το παράπονο της και τη λυπήθηκαν.
- Θέλεις στ' αλήθεια να πετάξεις, κυρα - χελώνα; τη ρώτησαν.
- Αν θέλω; απάντησε η χελώνα.
Από τη χαρά της, η χελώνα, άφησε το ξύλο που κρατούσε µε τα δόντια.
-Αυτό είναι το πιο µεγάλο µου όνειρο. Να πετάξω µια φορά κι ας πεθάνω! που λέει ο λόγος. Αλλά, πώς;
- Υπάρχει ένας τρόπος, της είπε η µια πάπια. Να δαγκώσεις σφιχτά αυτό το ξύλο, εγώ και η αδελφή µου θα πιάσουµε µε τα ράµφη µας τις δυο άκρες και θα σε πάρουµε µαζί µας.
- Ναι, ναι! φώναξε ενθουσιασµένη η χελώνα. Ωραία ιδέα! Εµπρός, ας µην αργούµε!
Και βιάστηκε να δαγκώσει το ξύλο. Το έπιασαν και οι πάπιες µε τα ράµφη τους, τίναξαν τα φτερά τους και πέταξαν ψηλά, κουβαλώντας τη χελώνα µαζί τους.
Το πόσο χαιρόταν η χελώνα, δε λέγεται! Τι όµορφα ήταν εδώ ψηλά! Επιτέλους είχε πραγµατοποιήσει το µεγάλο όνειρο της! Πετούσε! Όµως, µέθυσε τόσο πολύ από τη χαρά της και για µια στιγµή πίστεψε ότι θα µπορούσε να πετάξει και µόνη της!
Έτσι, η κουτή, άφησε το ξύλο που κρατούσε µε τα δόντια της και, φυσικά, µε το µεγάλο βάρος που είχε, έπεσε στη γη και σκοτώθηκε.
Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει ότι το κάθε πλάσμα πρέπει να είναι ευχαριστημένο με τη μορφή που του έδωσε ο Θεός και να μη ζηλεύει τα άλλα πλάσματα.

Η ΕΛΕΝΟΥΔΑ


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ΄ ένα χωριό ένας γεωργός με τη γυναίκα του και την κόρη του. Η ζωή τους κυλούσε ήσυχα και ήταν ευτυχισμένοι. Ξαφνικά όμως η γυναίκα του αρρώστησε και μετά από λίγο καιρό πέθανε. Ο γεωργός μετά από λίγα χρόνια ξαναπαντρεύτηκε και απόκτησε μια δεύτερη κόρη. Η γυναίκα του όμως δε συμπαθούσε καθόλου την πρώτη του κόρη, την Ελενούδα.
Ο γεωργός κάθε πρωί έπαιρνε τα βόδια του και πήγαινε στα χωράφια να τα οργώσει. Μια μέρα του λέει η γυναίκα του: «Θα σου στείλω φαγητό με την Ελενούδα, αλλά δε θέλω να την ξαναφέρεις πίσω. Να την αφήσεις στο δάσος».

Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς ο γεωργός, το βράδυ που επέστρεφε στο σπίτι, άφησε την Ελενούδα στο δάσος. Το κοριτσάκι μόνο του στο δάσος, φοβισμένο, έβαλε τα κλάματα. Μακριά όμως, ανάμεσα από τα δέντρα, είδε ένα μικρό φως και πήγε να δει. Ήταν ένα μικρό σπιτάκι και μέσα έμενε μια γιαγιά. Η γιαγιά, αφού άκουσε την ιστορία της, τη λυπήθηκε, της έδωσε να φάει και την έβαλε να κοιμηθεί.



                                            

Το πρωί που ξύπνησαν, η γιαγιά λέει στην Ελενούδα:
« Πάρε κόρη μου τη χτένα και χτένισέ με».
Το κοριτσάκι άρχισε να χτενίζει τη γιαγιά.
«Τι βρίσκεις, κορίτσι μου, στα μαλλιά μου;», ρωτούσε η γιαγιά.
«Ασήμι και φλουριά», απαντούσε  το κορίτσι.
«Ασήμι και φλουριά να σε δώσει ο Θεός», είπε η γιαγιά.
Την άλλη μέρα το πρωί , λέει η γιαγιά στην Ελενούδα:
« Πάρε αυτή τη βέργα και πήγαινε στο ποτάμι και χτύπησε τρεις φορές το νερό».
Πάει η Ελενούδα στο ποτάμι και έκανε όπως της είπε η γιαγιά. Χτυπάει την πρώτη φορά και πετάγεται ένα  άσπρο άλογο. Χτυπάει τη δεύτερη και βγαίνουν δυο μπαούλα. Χτυπάει και την τρίτη  φορά και βγαίνουν φλουριά. Γεμίζει τα μπαούλα με φλουριά, τα φορτώνει στο άλογο και ξεκίνησε για το χωριό.
 
                                         
Μόλις έφτασε στο χωριό, την είδε ο πετεινός να έρχεται και λάλησε και έλεγε:  «Έρχεται η Λενούδα με τα χρυσά και τα φλουριά».
Η μητριά της άκουσε τον πετεινό , βγαίνει έξω και βλέπει την Ελενούδα με το θησαυρό και πήγε να σκάσει από το κακό της.
Την άλλη μέρα λέει στον άντρα της να κάνουν το ίδιο και με την κόρη της. Έτσι κι έγινε. Πήγε η κόρη της φαγητό στο γεωργό και στην επιστροφή την άφησε στο ίδιο μέρος που είχε αφήσει και την Ελενούδα. Βρήκε το σπιτάκι με τη γιαγιά, αλλά όταν χτένιζε τη γιαγιά και τη ρώτησε τι βρίσκει στο κεφάλι της, αυτή απάντησε ψείρες και κόνιδες.
Την άλλη μέρα η γιαγιά τής δίνει τη βέργα να πάει στο ποτάμι και να χτυπήσει τρεις φορές. Αντί για φλουριά όμως, βγήκαν ψείρες, και γύρισε στο σπίτι της φορτωμένη ψείρες.
Η Ελενούδα όμως, που ήταν πολύ καλή, δέχτηκε να μοιραστούν τα φλουριά της και πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
 

Ο ΠΙΠΙΛΟΓΙΑΝΝΗΣ




           

Μια φορά κι έναν καιρό, μια γιαγιά είχε έναν γιο που τον έλεγαν Γιάννη. Ο Γιάννης  ήταν μεγάλος τεμπέλης και αγαπούσε πολύ τη ζέστη. Πάντα καθόταν  δίπλα στο τζάκι,, τραβούσε την πιπιλιά (στάχτη) στην άκρη και σκέπαζε τα πόδια του να ζεσταθούν. Γι’ αυτό  οι συγχωριανοί του τον ονόμασαν Πιπιλογιάννη.



Η μάνα του τον παρακαλούσε να πάει να δουλέψει αλλά ο Γιάννης πώς να αφήσει τη ζεστασιά της πιπιλιάς. Κάποτε, αποφάσισε να πάρει το γαϊδουράκι και να πάει να ψάξει για δουλειά. Επειδή όμως δεν μπορούσε να αποχωριστεί τη πιπιλιά, σκέφτηκε να δέσει στις δύο πλευρές του γαϊδουριού δύο τενεκέδες με πιπιλιά να βάλει τα πόδια του.  Η μητέρα του, χαρούμενη για την απόφαση του Γιάννη να πάει να δουλέψει, έβαλε μέσα στον τρουβά του (τορβά) φρέσκο ψωμί και τυρί να έχει για το δρόμο και του έδωσε την ευχή της. 


                               
Στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε ένα δράκο.
-         Πού πηγαίνεις, παλικάρι ; τον ρώτησε ο δράκος.
-         Πηγαίνω να βρω δουλειά. Εσύ ποιος είσαι; αποκρίθηκε ο Πιπιλογιάννης.
-         Εγώ είμαι δράκος.
-         Κι εγώ είμαι δράκος, είπε ο Πιπιλογιάννης.

                                    


Ο δράκος νομίζοντας ότι τον κοροϊδεύει, πήρε μια άσπρη πέτρα και είπε:
-         Τη βλέπεις αυτή την πέτρα; Θα τη σφίξω με το χέρι μου και θα βγάλει νερό.
Πραγματικά, σφίγγει την πέτρα με πολύ δύναμη και έσταξαν μερικές σταγόνες νερού. Τότε γυρίζει στον Πιπιλογιάννη και του λέει:
-         Εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό;
-         Και βέβαια μπορώ. Δώσε μου εκείνη την πέτρα και θα δεις, απάντησε ο Πιπιλογιάννης.
Μέχρι να σκύψει ο δράκος να πάρει την πέτρα, ο Πιπιλογιάννης έβγαλε κρυφά από τον τρουβά λίγο τυρί. Του δίνει ο δράκος την πέτρα και ο Πιπιλογιάννης την έσφιξε μαζί με το τυρί και αμέσως έτρεξαν μερικές σταγόνες τζίρου.
Δεν έφτανε όμως αυτό για να πειστεί ο δράκος και λεει στον Γιάννη:
-         Θα χτυπήσω τα πόδια μου στο έδαφος και θα σηκωθεί ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης.
Χτυπάει τα πόδια του κάτω και πραγματικά ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης τους τύλιξε.
-         Εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό; ρώτησε τον Πιπιλογιάννη.
-         Και βέβαια μπορώ , αλλά πρώτα κλείσε τα μάτια σου γιατί θα τυφλωθείς από τη σκόνη, απάντησε ο Γιάννης.
Κλείνει τα μάτια του ο δράκος και ο Γιάννης χτυπάει τα πόδια του με δύναμη στην πιπιλιά. Αμέσως ένα μεγάλο σύννεφο στάχτης σηκώθηκε και μπήκε στα μάτια του δράκου που βιάστηκε να τα ανοίξει.
Βλέποντας αυτό ο δράκος, πείστηκε πως  κι  ο Πιπιλογιάννης  ήταν δράκος και τον κάλεσε στο σπίτι του όπου ζούσε με τα αδέρφια του.
Μόλις έφτασαν στο σπίτι, ο δράκος διηγήθηκε στα αδέρφια του τι έγινε. Τα αδέρφια του όμως ήταν ακόμη διστακτικά. Για να πειστούν , κάλεσαν το Γιάννη να παλέψουν. Ο Γιάννης μη μπορώντας να κάνει αλλιώς δέχτηκε. Τον πιάνει ένας δράκος από το λαιμό και γούρλωσαν τα μάτια του.
Τον είδε ο δράκος έτσι και τον ρώτησε:
-         Γιατί  κοιτάζεις μια δεξιά, μια αριστερά;
-         Κοιτάζω σε ποια βουνοκορφή να σε πετάξω, απάντησε ο Γιάννης.
Ο δράκος φοβήθηκε και τραβήχτηκε αμέσως πίσω παρακαλώντας το Γιάννη να τον λυπηθεί.
Επειδή όμως νύχτωσε ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Ο Πιπιλογιάννης, πονηρός καθώς ήταν, σκέφτηκε πως το βράδυ οι δράκοι θα επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν. Γι΄ αυτό πάνω στο κρεβάτι του έβαλε ένα ξύλο, το σκέπασε καλά με την κουβέρτα να μη φαίνεται, κι αυτός ξάπλωσε από κάτω. Πράγματι, μετά από λίγο μπήκαν στο δωμάτιο οι δράκοι και άρχισαν να χτυπούν με τσεκούρια το ξύλο, πιστεύοντας πως είναι αυτός. Ο Γιάννης κάτω από το κρεβάτι  άρχισε να βογκάει. Μόλις σταμάτησαν τα βογκητά, οι δράκοι πίστεψαν πως πέθανε και έφυγαν.
Τότε ο Γιάννης βγήκε από το κρεβάτι, πέταξε το ξύλο και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
         Το πρωί οι δράκοι πήγαν στο δωμάτιο να δουν τι έγινε και βρήκαν το Γιάννη με ανοιχτά τα μάτια. Μη ξέροντας τι να κάνουν τον ρώτησαν πως κοιμήθηκε και αυτός τους απάντησε ότι δεν κοιμήθηκε καλά γιατί τον τσιμπούσαν οι ψίλοι.
Οι δράκοι φοβήθηκαν ακόμη περισσότερο και του είπαν:
-         Τι θέλεις να σου δώσουμε για να μη μας πειράξεις;
-         Θέλω ένα άλογο φορτωμένο με λίρες, ένα άλογο για μένα και ένας από εσάς να έρθει μαζί μου να με βοηθήσει να κατεβάσω τις λίρες, απάντησε ο Γιάννης.
Αφού ετοιμάστηκαν τα άλογα, ξεκίνησαν για το χωριό. Μόλις έφτασαν, ξεφόρτωσαν τα άλογα και ο δράκος πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στην άκρη του δρόμου έμενε ο παπάς ο οποίος τους είδε και ρώτησε το δράκο:
-         Τι έφερες με τα άλογα στο σπίτι του Γιάννη;
-         Του έφερα λίρες, απάντησε ο δράκος και του διηγήθηκε την ιστορία.
Τότε ο παπάς γέλασε και του εξήγησε ότι ο Γιάννης είναι ο πιο μεγάλος τεμπέλης του χωριού και ότι τους ξεγέλασε. Έπεισε μάλιστα το δράκο να πάνε μαζί στο σπίτι του Πιπιλογιάννη να πάρουν πίσω τις λίρες. Ο Πιπιλογιάννης τους είδε από το παράθυρο, παίρνει ένα μεγάλο μαχαίρι, βγήκε έξω και έκανε πως το ακόνιζε. Μόλις πλησίασαν φώναξε:
-         Καλά κάνεις και τον φέρνεις πίσω , παπά, να ησυχάσω μια για πάντα απ΄ αυτόν!
Μόλις άκουσε  ο δράκος το Γιάννη τρόμαξε και το έβαλε στα πόδια παρασέρνοντας μαζί του και τον παπά.
Από τότε ο Πιπιλογιάννης με τη μητέρα του έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα!!!

  

ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ!!!






ΤΟ ΑΤΑΚΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΑΚΙ


Κάποτε σ’ένα μαγικό δάσος ζούσαν αρμονικά πολλά και διάφορα ζώα. Από τα πιο μικρά και ήρεμα, μέχρι τα πιο μεγάλα και άγρια. Φυσικά σε ένα μαγικό δάσος τα ζώα έχουν φανταστικές ιδιότητες, όπως να μιλάνε.
Κάπου εκεί στο δάσος σ’ένα όμορφο και ψηλό δέντρο, ζούσε μια κουκουβάγια που φημιζότανε για την εξυπνάδα της και τη σοφία της. Συμβούλευε όλα τα ζώα και έλυνε πολλά προβλήματα.
Κοντά στο δέντρο της κουκουβάγιας, στον πιο μικρό από τους βάλτους ζούσε μια οικογένεια κουνουπιών. Πάντα τα κουνούπια συμβουλεύονταν την κουκουβάγια, γιατί το δάσος, αν και μαγικό έκρυβε πολλούς κινδύνους!
Έτσι μία από αυτές τις μέρες η κουκουβάγια, καλεί όλα τα μικρά κουνουπάκια να κάνουνε ένα κύκλο γύρω από αυτή
- Μικροί μου φίλοι θα σας πω δυο λόγια για το τί πρέπει να προσέχετε. Να αποφεύγετε να πετάτε πάνω από τους μεγάλους βάλτους.
- Και γιατί να γίνεται αυτό; Ρώτησε το μικρότερο κουνουπάκι. Αφού κι εμείς στους βάλτους μένουμε!
- Γιατί μικρό μου κουνουπάκι, οι βάτραχοι που κατοικούν στους βάλτους, είναι επικίνδυνοι για εσάς. Μπορούν καθώς εσείς πετάτε, να σας κάνουν μια μπουκιά!
- Και γιατί να μας φάνε και να μην είμαστε φίλοι;
- Θα σας εξηγήσω αμέσως, είπε η σοφή κουκουβάγια: Μάθετε λοιπόν πως οι βάτραχοι τρέφονται με έντομα, ιδίως με κουνουπάκια. Δεν το κάνουν από κακία αλλά από τη φύση τους φτιάχτηκαν έτσι.
Τα μικρά κουνουπάκια φοβισμένα κοιτούσαν την ευγενική κουκουβάγια τώρα πιο προσεκτικά και αυτή τη φορά, κανένα δεν είπε τίποτα, ούτε το μικρότερο απ’ όλα που ήταν και το πιο άτακτο!
- Λοιπόν, πάτε στα σπίτια σας και να θυμάστε για το καλό σας! Μακριά από τους μεγάλους βάλτους!
Αυτά τους είπε η κουκουβάγια ελπίζοντας να ακούσουν τις συμβουλές της. Παρ’ ολ’ αυτά το πιο μικρό και πιο άτακτο που το έλεγαν Κώνωψ έκανε πάντα το δικό του, χωρίς να ακούει κανέναν. Έτσι μια μέρα εκεί που έκανε ανέμελο βόλτα στο δάσος, πλησιάζοντας προς το μεγάλο βάλτο είδε έξαφνα ένα μεγάλο φίδι να επιτίθεται σε ένα μικρό βατραχάκι! Ο μικρός Κώνωψ τα έχασε μ’ αυτό το θέαμα!
- Τι να κάνω; Είπε από μέσα του. Το καημένο βατραχάκι κινδυνεύει, πρέπει να το σώσω!
Χωρίς να περιμένει λεπτό, πέταξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βάζοντας όλη του τη δύναμη, τσίμπησε το φίδι! Ταραγμένο εκείνο το έβαλε στα πόδια!
- Σε ευχαριστώ πολύ που με έσωσες φίλε μου. Είσαι πολύ θαρραλέος! Είπε το βατραχάκι. Πώς σε λένε;
- Με λένε Κώνωψ. Έκανα αυτό που έπρεπε, απάντησε το κουνουπάκι!
- Και δε φοβήθηκες για τη ζωή σου;
- Μόλις είδα ότι κινδυνεύεις δε σκέφτηκα τίποτα! Απάντησε με Θάρρος.
Από τότε συνέβη κάτι ασυνήθιστο για το μαγικό δάσος και για όλα τα δάση του κόσμου! Ο μικρός Κώνωψ και το βατραχάκι έγιναν φίλοι!
Όταν το έμαθε αυτό η κουκουβάγια, πέταξε στο ψηλό δέντρο, έφερε ένα τεράστιο βιβλίο και είπε :
- Απ’ ότι βλέπω στο βιβλίο των προγόνων μου, κάτι τέτοιο έχει να συμβεί από την εποχή του προ-προ-προ-προ-προ-προ-προ.. μισό λεπτό να δω .. προ-προ-προ-προπάππου μου! Πού ακούστηκε οι αιώνιοι εχθροί, να είναι φίλοι! Πρόσεχε Κώνωψ μην την πατήσεις κάποια μέρα!
Το κουνουπάκι λίγο σκέφτηκε τα λόγια της κουκουβάγιας και ανέμελο τριγυρνούσε καθημερινά στο δάσος, πετώντας προς τον μεγάλο βάλτο για να συναντήσει τον φίλο του. Κάποια μέρα κουρασμένο όπως ήταν, αφού έψαχνε για ώρες τον φίλο του, έκατσε στην άκρη του βάλτου για να ξεκουραστεί. Ήταν τόσο εξαντλημένο όμως που ξεχάστηκε και ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του μια οικογένεια βατράχων.
Το είχαν περικυκλώσει κι ενώ ετοιμάζονταν να το κάνουν μια μπουκιά, ακούστηκε από το βάθος ο φίλος του να κοάζει θυμωμένα και ανήσυχα! Την ίδια στιγμή ο Κώνωψ βρήκε την ευκαιρία να πετάξει γρήγορα και να ξεφύγει!
Όταν οι βάτραχοι απομακρύνθηκαν, το μικρό βατραχάκι έκανε νόημα στον Κώνωψ να κατέβει.
- Δεν έχω λόγια για να σε ευχαριστήσω, είπε!
- Δεν χρειάζεται φίλε μου, για αυτό είναι οι φίλοι, είπε χαμογελώντας το βατραχάκι.
Από εκείνη τη μέρα και ύστερα, το μικρο βατραχάκι και το μικρό κουνουπάκι έγιναν δυο αχώριστοι φίλοι και όπου κι αν κοιτούσες, μαζί θα τους έβλεπες!
Έτσι κυλούσαν ευχάριστα οι μέρες στο μαγικό δάσος με παιχνίδια αλλά και με περιπέτειες για τους μικρούς μας φίλους, τις οποίες αντιμετώπιζαν πάντα μαζί!

ΧΑΜΟΓΕΛΟ (Κώστας Καρυωτάκης)


Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε,
ίσως γιατί έ π ρ ε π ε να δακρύσει,
ίσως γιατί οι συφορές έ ρ χ ο ν τ α ι.
Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι·
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δεν βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.
Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ' Απρίλη
Ξεφεύγουνε απ' το σύννεφον αχτίδες
και κρύβονται στα μάτια της· τη βρέχει
μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες
που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.

ΣΝΟΥΦΕΛ


Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΑΤΙ

 


Ήτανε μια φορά ένας χωρικός που είχε ένα γάιδαρο και τον χρησιμοποιούσε για να κάνει τις διάφορες δουλειές του.
Επειδή ο γάιδαρός του ήταν πολύ χρήσιμος, τον αγαπούσε και τον περιποιόταν και, πολλές φορές, του συγχωρούσε και τα γαϊδουρινά του πείσματα.
Μια μέρα, ο χωρικός φόρτωσε κοφίνια με αλάτι το γάιδαρο, και κίνησε να τα πάει στο διπλανό χωριό, όπου θα μπορούσε να τα πουλήσει. Όμως, για να φτάσουν σ' αυτό το χωριό, έπρεπε να περάσουν ένα ποτάμι.
Καθώς λοιπόν το περνούσαν, ο γάιδαρος παραπάτησε και βούλιαξε μέσα στο νερό. Το αλάτι, όμως, μόλις βρέθηκε μέσα στο νερό, έλιωσε κι έτσι ο γάιδαρος σηκώθηκε πιο αλαφρός από μέσα.
Ο χωρικός στενοχωρήθηκε πολύ που έχασε το αλάτι, αλλά ο γάιδαρος ήταν πολύ ευχαριστημένος.
Μια άλλη μέρα, ο χωρικός φόρτωνε ξανά κοφίνια το γάιδαρο, αλλά, αυτή τη φορά, τα κοφίνια είχαν μέσα σφουγγάρια. Ο γάιδαρος νόμιζε πως θα μπορούσε να γλιτώσει και τώρα από το φορτίο του και έτσι, την ώρα που περνούσαν ξανά από το ποτάμι, έκανε πως γλίστρησε και βούλιαξε ξανά μες το νερό.
Όμως τα σφουγγάρια ήπιαν νερό και βάρυναν, κι έτσι ο γάιδαρος δεν μπόρεσε να βγει στην επιφάνεια και πνίγηκε.

Ο ΓΝΩΣΤΙΚΟΣ ΒΑΤΡΑΧΟΣ (ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ)


Πολλοί βάτραχοι ζούσαν μέσα σε μια λίμνη. Tο καλοκαίρι όμως, από την πολλή τη ζέστη, η λίμνη ξεράθηκε. Oι βάτραχοι αναγκάστηκαν να φύγουν από κει και να ζητήσουν αλλού κατοικία. Aποχαιρετίστηκαν λοιπόν, συγγενείς και φίλοι και γείτονες, και σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη.
Δυο αχώριστοι φίλοι τράβηξαν σ’ ένα μεγάλο λιβάδι. Eκεί ελπίζανε να βρουν μέρος καλό για να ζήσουν.
Στο δρόμο που πήγαιναν, απάντησαν ενα βαθύ πηγάδι.
– Nά ωραίο μέρος για να μείνουμε, είπε ο ένας. Eίναι όπως το θέλουμε. Nερό ήσυχο και πολύ, που δε θα στερέψει ποτέ. Kανείς δε θά ’ρθει να μας πειράξει· εδώ θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. Έλα να κατέβουμε, μη χάνουμε καιρό.
Kαι ήταν έτοιμος να πηδήσει στο πηγάδι. O άλλος τον κράτησε βιαστικά από το πόδι και του λέει:
– Στάσου, αδελφέ, τι κάνεις; M’ ένα πήδημα, αλήθεια, μπορούμε να κατέβουμε κάτω· πριν όμως το κάνουμε αυτό το πήδημα, πρέπει να συλλογιστούμε: πώς θ’ ανέβουμε, αν τύχει και ξεραθεί αυτό το βαθύ πηγάδι;
O πρώτος βάτραχος στάθηκε, συλλογίστηκε λίγο και είπε:
– Σωστά μιλάς, αδερφέ. Eγώ μίλησα σαν ασυλλόγιστος κι εσύ σα γνωστικός.
Kαι τράβηξαν το δρόμο τους.
Ό,τι κάνεις κι ό,τι πεις, τα στερνά να στοχαστείς.

ΘΑ ΚΕΝΤΗΣΩ (ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ)

θα κεντήσω


πάνω στο δίκοπό σου λάζο
το βλέμμα σου το καθαρό
αυτό το βλέμμα το γαλάζο
που δε χορταίνω να θωρώ
αγόρι μου
αγόρι μου
αγόρι μου να σε χαρώ

θα κεντήσω
στα ασημοπίστολά σου πλάϊ
της χελιδόνας το φτερό
κι ένα σταυρό να σε φυλάει
τις νύχτες που σε καρτερώ
αγόρι μου
αγόρι μου
αγόρι μου να σε χαρώ

θα κεντήσω
πάνω στου αλόγου σου τη σέλλα
με διαμαντόπετρες σωρό
του φεγγαριού το πήγαινε-έλα
στο πελαγίσιο το νερό
αγόρι μου
αγόρι μου
αγόρι μου να σε χαρώ.

Ο ΛΥΚΟΣ Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΙ Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ


Ήτανε μια φορά ένας γάιδαρος παχύς και θρεμμένος και βοσκούσε στο λιβάδι. Τον βλέπει μια αλεπού και τον ωρέχτηκε. Πάει στο λύκο :

-Έλα να δεις λύκο ένα γάιδαρο. Άμα πράμα για φαί !
Πάει ο λύκος βλέπει τον γάιδαρο κι άρχισαν να τρέχουν τα σάλια του.
-Ξέρεις τι να κάνουμε λύκο; λέει η αλεπού.
-Τι; Εσένα κόβει το κεφάλι σου.
-Να αγοράσουμε μια βάρκα και να τη φορτώσουμε ελιές, να πάρουμε τον γάιδαρο μαζί για ναύτη και , άμα βγούμε στο πέλαγος, να τον φάμε ! Άιντε συ, σύρε να πάρεις μια βάρκα κι εγώ πάω να συμφωνήσω με τον γάιδαρο.
Πάει ο λύκος, αγοράζει μια βάρκα, τη φορτώνει ελιές. Πάει κι η αλεπού , παίρνει τον γάιδαρο, κατεβαίνουν στο γυαλό, μπαίνουν μέσα στη βάρκα.
Όταν έφτασαν καταπέλαγα, λέει η αλεπού :



-Καλά, εμείς τώρα ταξιδεύουμε , αμ ποιος ξέρει αν θα πάμε ζωντανοί . Για καλό και για κακό ελάτε να εξομολογηθούμε.
Γίνεται ο λύκος πνευματικός, ξομολογά την αλεπού πρώτα.
-Τι αμαρτίες έκαμες κυρά αλεπού;
-Έκλεψα κάμποσες κότες, κι έφαγα κάτι άλλα αγριμέλια, λαγοί , μαγοί, κουνέλια. Να ! Τέτοια πράγματα έπνιξα κι έφαγα.
-Δεν κάνεις δουλειά σου κυρά αλεπού , σκουλήκια τση γης έφαγες. Έλα τώρα, ξεμολόγα με κι εσύ.
-Λέγε, τι αμαρτίες έκαμες;
-Έφαγα κάμποσα πρόβατα, κάμποσα κατσίκια, κάμποσα γελάδια.
-Α, μικρά πράγματα. Σκουλήκια τση γης.
Ύστερα , λέει ο λύκος στον γάιδαρο :
-Έλα και συ, κυρ γάιδαρε, να μας πεις τι αμαρτίες έχεις;
-Εγώ, λέει ο γάιδαρος, μια φορά όντας φορτωμένος μαρούλια, γύρισα κι έκοψα ένα φύλλο, γιατί τα λιμπίστηκα και το φαγα!
- Α ! κυρ γάιδαρε, είπανε κι οι δυο μαζί :
Έφαγες το μαρουλόφυλλο χωρίς λάδι, χωρίς ξύδι ....και πώς δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι !
-Η αμαρτία σου είναι μεγάλη και πρέπει να σε φάμε !
-Βρε αμάν!
-Όχι, πρέπει να σε φάμε !
-Καλά, λέει ο γάιδαρος, μόνο ο πατέρας μου, όταν πέθανε μου έδωκε μια γραφή και την έχω εδώ στου ποδαριού μου το πέταλο . Έλα κυρ λύκε, διάβασέ την, για να ιδώ τι μου γράφει, κι ύστερα φάγε με !

Σηκώνει το πισινό του το ποδάρι, πάει ο λύκος να διαβάσει, του πατεί μια κλωτσιά στα μούτρα, πάρ'τον μέσ' τη θάλασσα.

Η αλεπού βλέποντας αυτά πηδά κι αυτή μέσ' τη θάλασσα για να γλυτώσει, πνίγονται κι οι δύο κι έτσι απόμεινε η βάρκα με τις ελιές στο γάιδαρο.


ΟΛΟΝΥΧΤΙΑ (Νικηφόρος Βρεττάκος)



Δε με κατάλαβες' όλη τη νύχτα


ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω


το παράθυρο, πάλευα - όλη τη νύχτα.


Ο αγέρας επέμενε.


Άπλωσα τότε


τις παλάμες μου πάνω σου σαν


δυό φύλλα ουρανού και σε σκέπασα.


Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα


δίχως χέρια τον κόσμο.