ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο - Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Την πέμπτη μέρα, πάντα χάρη στο αρνάκι, τούτο το μυστικό της ζωής του μικρού
πρίγκιπα μου αποκαλύφτηκε. Με ρώτησε κάπως απότομα, χωρίς κανένα άλλο πρόλογο, 
σαν να 'ταν αποτέλεσμα ενός προβλήματος που το είχε μελετήσει για πολύν καιρό χωρίς
να εξωτερικεύει τις σκέψεις του. 
- Ένα αρνάκι, μια και τρώει τα μικρά δέντρα, τρώει και τα λουλούδια; 
- Ένα αρνάκι τρώει ότι βρεθεί μπροστά του. 
- Ακόμη και τα λουλούδια που έχουν αγκάθια; 
- Ναι. Ακόμη και τα λουλούδια που έχουν αγκάθια. 
- Και τότε σε τι τους χρησιμεύουν τα αγκάθια; 
Δεν το ήξερα αυτό. Κείνη τη στιγμή ήμουνα πολύ απασχολημένος, καθώς προσπαθούσα
να λασκάρω ένα μαγκωμένο μπουλόνι του κινητήρα μου. Ένιωθα ανήσυχος γιατί η
βλάβη έδειχνε να 'ναι πολύ σοβαρή και το νερό πουλιγόστευε, άρχιζε να με κάνει να
φοβάμαι το χειρότερο. 
- Και σε τι χρησιμεύουν τ' αγκάθια; 
Όταν έκανε μιαν ερώτηση, ο μικρός πρίγκιπας δεν υποχωρούσε ποτέ. Ήμουνα
θυμωμένος με το μπουλόνι μου κι απάντησα αδιάφορα: 
- Τ' αγκάθια σε τίποτε δεν χρησιμεύουν, είναι μια καθαρή κακοτροπιά από τη μεριά των
λουλουδιών! 
- Ω! 
Όμως, ύστερα από ένα μικρό διάστημα σιωπής, μου πέταξε μ' ένα είδος μνησικακίας: 
- Δεν σε πιστεύω! Τα λουλούδια είναι αδύναμα, λεπτούλικα. Δεν έχουν πονηριά. 
Επιβιώνουν όπως μπορούν. Πιστεύουν πως είναι τρομερά με τ' αγκάθια τους... 
Δεν έδωσα καμιά απάντηση. Κείνη τη στιγμή σκεφτόμουνα: «αν τούτο το μπουλόνι
συνεχίσει ν' αντιστέκεται, θα το πετάξω έξω με μια σφυριά». 
Ο μικρός πρίγκιπας διέκοψε πάλι τις σκέψεις μου: 
- Και πιστεύεις, εσύ, πως τα λουλούδια... 
- Μα όχι! Όχι, βέβαια! Δεν πιστεύω τίποτε! Απάντησα έτσι αδιάφορα, χωρίς να το
πολυσκεφτώ. Είμαι απασχολημένος, εγώ, με σοβαρά πράγματα! Με κοίταξε κατάπληκτος.
- Με σοβαρά πράγματα!... 
Με κοίταζε έτσι όπως ήμουν με το σφυρί στο χέρι, τα δάχτυλα μαύρα από το γράσο, 
σκυμμένο πάνω από ένα πράγμα που του φαινόταν πάρα πολύ άσχημο. 
- Μιλάς κι εσύ όπως οι μεγάλοι! 
Τα λόγια του μ' έκαναν να νιώσω ντροπή. Μα κείνος, δίχως καθόλου να με λυπηθεί, 
πρόσθεσε: 
-Όλα τα μπερδεύεις, εσύ... όλα τα ανακατώνεις! 
Στ' αλήθεια ήταν πολύ θυμωμένος. Κουνούσε στον αέρα τα χρυσόξανθα μαλλιά του: 
- Ήξερα ένα πλανήτη όπου υπάρχει ένας κύριος πολύ κόκκινος. Ποτέ του δεν είχε
μυριστεί ένα λουλούδι. Ποτέ του δεν είχε κοιτάξει ένα αστέρι. Ποτέ του δεν είχε
αγαπήσει κανένα. Ποτέ του δεν έκανε τίποτ' άλλο εκτός από λογαριασμούς. Κι όλη τη
μέρα έλεγε και ξανά 'λεγε συνέχεια: «Είμαι σοβαρός άνθρωπος! Είμαι ένας σοβαρός
άνθρωπος!», κι αυτό τον έκανε να φουσκώνει από περηφάνια! Μα αυτός δεν είναι
άνθρωπος, είναι ένα μανιτάρι! 
- Ένα τι; 
- Ένα μανιτάρι! 
Ο μικρός πρίγκιπας είχε γίνει τώρα κατάχλομος απ' το θυμό του. 
- Τώρα και εκατομμύρια χρόνια, τα λουλούδια πετάνε αγκάθια. Κι όμως, τώρα και
εκατομμύρια χρόνια, τα αρνιά τρώνε τα λουλούδια. Δεν είναι, λοιπόν, σοβαρό θέμα να
προσπαθείς να καταλάβεις γιατί τα λουλούδια κουράζονται τόσο πολύ για να ξεπετάνε
αγκάθια που ποτέ δεν χρησιμεύουν σε τίποτα; Δεν είναι σημαντικό πρόβλημα ο πόλεμος
ανάμεσα στα αρνιά και τα λουλούδια; Δεν είναι πολύ πιο σοβαρό και πιο σημαντικό από
τους λογαριασμούς ενός χοντρού κόκκινου κυρίου; Κι αν εγώ ήξερα ένα μοναδικό στον
κόσμο λουλούδι, που δεν υπήρχε πουθενά αλλού, εκτός από τον πλανήτη μου και που
ένα μικρό αρνί μπορεί να το καταστρέψει με μια χαψιά, έτσι, ένα πρωί, χωρίς να καθόλου
να σκεφτεί αυτό που κάνει, αυτό δεν είναι σημαντικό και σοβαρό θέμα;


Κοκκίνισε, ύστερα πρόσθεσε: 
- Αν κάποιος αγαπάει ένα λουλούδι που δεν υπάρχει παρά μόνο ένα δείγμα του μέσα σε
εκατομμύρια και εκατομμύρια αστέρια, αυτό είναι αρκετό για να νιώθει ευτυχισμένος
όταν το κοιτάζει. Σκέπτεται «Το λουλούδι μου είναι κάπου εκεί...» Μα αν το μικρό αρνί
φάει το λουλούδι, θα 'ναι για κείνο σαν να είχαν ξαφνικά σβηστεί όλα τ' αστέρια! 
Κι αυτό δεν είναι σημαντικό!... 
Δεν μπόρεσε να προσθέσει τίποτε περισσότερο. Απότομα ξέσπασε σε λυγμούς. Είχε
πέσει η νύχτα. Είχα παρατήσει τα εργαλεία μου. Άρχισα να χλευάζω τον εαυτό μου για
το σφυρί μου, για το μπουλόνι μου, για τη δίψα, για το θάνατο. Πάνω σ' ένα αστέρι, ένα
πλανήτη, το δικό μου, τη Γη, βρισκόταν ένας μικρός πρίγκιπας που χρειαζόταν
παρηγοριά! Τον πήρα αγκαλιά. Τον κούνησα πέρα-δώθε, νανουρίζοντάς τον. Του
ψιθύριζα: «Το λουλούδι που αγαπάς δεν κινδυνεύει πια... Ζωγράφισα ένα φίμωτρο στο
αρνάκι σου... Θα ζωγραφίσω και μια πανοπλία για το λουλούδι σου... Θα...». Δεν ήξερα τι
να πω... Ένιωθα πολύ άσχημα, δεν ήξερα πώς να τον φέρω πιο κοντά μου ή να πάω εγώ
πιο κοντά του. Είναι τόσο μυστηριακή η χώρα των δακρύων. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου